Βάζω τα πιάτα στο τραπέζι και συνεχίζω.

Κι ήταν σαν να βρί­σκονταν στην πρώτη στιγμή της γένεσης του κόσμου όπως έπεφταν, στη διάρκεια μιας ανάσας, από το πίσ­σα σκοτάδι στο πορφυρό και τους μαστίγωνε μια η βρο­χή, μια οι κατακόκκινες ακτίνες του 41ου παράλληλου της γης. Βάζω τα πιάτα στο τραπέζι και συνεχίζω.  Η γυναίκα σφάλισε τα μάτια της φοβισμένη κι ο άνδρας, όσο το σώμα του έτρεχε μπροστά, τόσο ο νους του γύριζε πίσω, σαν το βρόντο που ακολουθεί το αεροπλάνο, μια κι ο ήχος του φαίνεται πιο βραδύς απ’ την ταχύτητα του. Παρακολουθούσα καθισμένη στο σαλόνι πάνω στον αναπαυτικό καναπέ. Τούτη η βροχή του ‘φέρνε στο νου μια άλλη βροχή, αυτή η καταιγίδα μια άλλη, αυτή η γυναίκα μια άλλη γυναίκα, αυτή η σκηνή μια άλλη σκηνή, κι όλα γύριζαν πίσω με ταχύτητα κινηματο­γραφική, θαρρείς και τριάντα χρόνια δεν υπήρξαν ποτέ, ξεγράφτηκαν με μιας, κι έλεγε και ξανάλεγε στον εαυ­τό του: Μυρίζω βρεγμένο άχυρο, ακούω, εδώ στην άλλη άκρη τον κόσμου, χιλιάδες πόδια ψηλά, το άρωμα της βρο­χής στο πυρωμένο αττικό χώμα όπως τρέχαμε πάνω στη μηχανή.

By tehniths