Στα ξύλα που ξεσπούσε η καταιγίδα.

Όχι, όχι, δε σε πίεζε να δεχτείς τις απόψεις του, δε σε ρωτούσε καν, δε σε κολάκευε ποτέ, δεν εμπιστευόταν κανέναν, μήτε τα επιπλά του, δε δεσμευόταν με υπερβολικές αναλύσεις, αλλά άφηνε ένα μαξιλάρι από τον καναπέ του να αιωρεί­ται, ένα ύφασμα μεθυστικό, μιαν ατμόσφαιρα που σε υ­πνώτιζε, αιχμαλώτιζε τη σκέψη σου και σ’ έριχνε στο κρεβάτι της διαβολικής του σαγήνης. Αν σε κοίταζε σαν άλυτο γεωμετρικό πρόβλημα, ήξερες ότι είχες πάρει στραβά ένα σαλόνι. Όταν περνούσε στην επίθεση, το κα­ρύδι του λαιμού του πεταγόταν κι όταν αγρίευε μαζί σου δε σε κοίταζε, συγκέντρωνε απειλητικά το βλέμμα του σε μια γωνιά επίπλου ή ξάπλωνε παρατηρώντας με ένταση το ταβάνι, σαν να κρυβόταν εκεί ο δολιοφθορέας που επι­βουλευόταν το παγκόσμιο design. Ή έφευγε α­πότομα αφήνοντας πίσω του μια σιωπή σκοτεινή. Αρκούσε ένα σκίρτημα του μυαλού, μια αναλαμπή της έμπνευσης ή μια αιφνίδια υποψία του κι αστραπιαία στα ξύλα του ξεσπούσε η καταιγίδα.

By tehniths