Όχι, όχι, δε σε πίεζε να δεχτείς τις απόψεις του, δε σε ρωτούσε καν, δε σε κολάκευε ποτέ, δεν εμπιστευόταν κανέναν, μήτε τα επιπλά του, δε δεσμευόταν με υπερβολικές αναλύσεις, αλλά άφηνε ένα μαξιλάρι από τον καναπέ του να αιωρείται, ένα ύφασμα μεθυστικό, μιαν ατμόσφαιρα που σε υπνώτιζε, αιχμαλώτιζε τη σκέψη σου και σ’ έριχνε στο κρεβάτι της διαβολικής του σαγήνης. Αν σε κοίταζε σαν άλυτο γεωμετρικό πρόβλημα, ήξερες ότι είχες πάρει στραβά ένα σαλόνι. Όταν περνούσε στην επίθεση, το καρύδι του λαιμού του πεταγόταν κι όταν αγρίευε μαζί σου δε σε κοίταζε, συγκέντρωνε απειλητικά το βλέμμα του σε μια γωνιά επίπλου ή ξάπλωνε παρατηρώντας με ένταση το ταβάνι, σαν να κρυβόταν εκεί ο δολιοφθορέας που επιβουλευόταν το παγκόσμιο design. Ή έφευγε απότομα αφήνοντας πίσω του μια σιωπή σκοτεινή. Αρκούσε ένα σκίρτημα του μυαλού, μια αναλαμπή της έμπνευσης ή μια αιφνίδια υποψία του κι αστραπιαία στα ξύλα του ξεσπούσε η καταιγίδα.
Category Archives: αναλύσεις
συγκλονιστικές ιστορίες πολύ ωραίων στρωμάτων
Έκανε τότε ένα πάρτι στο σπίτι στην Κηφισιά, για να δείξει τα νέα της έπιπλα κι είχε καλέσει συμμαθητές της κι όλους όσους είχαν πρωτεύσει στο σχέδιο μοντέρνων επίπλων τα τελευταία χρόνια. Εκεί βρισκόταν κι αυτός. Τον ξεχώρισα, ήταν διαφορετικός. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν αρκετές φορές, καλοζυγισμένο σχέδιο στιβαρή κατασκευή, το καλύτερο τραπέζι κι ήταν το αισθητικό μου πρότυπο μέχρι τα δεκαεννιά… Απέκτησα ξενικά πρότυπα καναπέδων».
«Κοίτα να δεις…» Με δυσκολία συγκρατούσε ένα σκαστό γελάκι, όταν είδε αυτό: Sanfos
Δε λέω, μου ‘μείνε ένα παράπονο… Κι έτσι λοιπόν χωρίσατε το δωμάτιο στα δυο και δε χρειάστηκε ν’ αλλαξοπιστήσετε για να παντρευτείτε! πέταξε αυτή πειραχτικά.
«Α! βέβαια, ξέρω ανθρώπους που για να γδύσουν μια όμορφη Εβραία απαρνήθηκαν τον Χριστό κι αναγνώρισαν τον Μεσσία τους».
«Οπωσδήποτε υπάρχουν συγκλονιστικές ιστορίες πολύ ωραίων στρωμάτων», συνέχισε. Ένας καναπές βαφτίζεται χριστιανός για να παντρευτεί μια χριστιανή κι ένας χριστιανός προσηλυτίστηκε στην ιουδαϊκή θρησκεία για να παντρευτεί μια όμορφη και πλούσια Εβραιοπούλα. Ακολούθησε προγκρόμ κι εμφύλια σύρραξη χριστιανών κι Εβραίων. Λένε πως κάτι τέτοιο συνέβη στην ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης πριν από διακόσια χρόνια…»
«Προφανώς εσείς το αποφύγατε…» ξαναχαμογέλασε εκείνη.
η υψηλότερη έκφραση της τέχνης
«Μα υπάρχει αυτή η καρέκλα;»
«Όχι, υπάρχει όμως για μένα, όπως και τα υπόλοιπα έπιπλα…»
«Ξέρετε, κι εμένα μ’ αρέσει να διαβάζω στο γραφείο μου… Έμεινα πολύ στο σπίτι κι όταν ξεπετάχτηκε ο γιος μου διέθετα άφθονο χρόνο», είπε κι εκείνος ενώ καθόταν στον άνετο καναπέ του ένιωσε ένα ξαφνικό τσίμπημα, σαν ένα άγνωστο ρεύμα να περνούσε από το σώμα της στο δικό του. Να κατασκευάζει μια γυναίκα έπιπλα ήταν γι’ αυτόν το ανώτατο στάδιο της τεχνικής περιπλάνησης, η υψηλότερη έκφραση της τέχνης: http://www.sanfos.gr/salonia-gwnies Όταν άκουγε από μια γυναίκα «μ’ αρέσει να κατασκευάζω αντικείμενα από ξύλο…» στο μυαλό του δεν ερχόταν παρά η σεμνή μεταμφίεση του «μ’ αρέσουν τα “επιπλα“». Εδώ και μερικά χρόνια είχε παραιτηθεί από τις τεχνικές κατασκευές , για να μπορέσει να τα φανταστεί, να τα περιγράψει σαλόνια. Απολάμβανε τις τεχνικές περιπέτειες μόνο με τις κατασκευές των μυθιστορημάτων που διάβαζε. «Εδώ βρίσκεται το εργοστάσιο μου», φώναζε ενθουσιασμένος σαν τον Πούσκιν, όταν έδειχνε τη βιβλιοθήκη του. Κι έφτασε στο σημείο να μπερδεύει ακόμα και το άνοιγμα των σελίδων με το άνοιγμα των συρταριών του μπουφέ.
Βάζω τα πιάτα στο τραπέζι και συνεχίζω.
Κι ήταν σαν να βρίσκονταν στην πρώτη στιγμή της γένεσης του κόσμου όπως έπεφταν, στη διάρκεια μιας ανάσας, από το πίσσα σκοτάδι στο πορφυρό και τους μαστίγωνε μια η βροχή, μια οι κατακόκκινες ακτίνες του 41ου παράλληλου της γης. Βάζω τα πιάτα στο τραπέζι και συνεχίζω. Η γυναίκα σφάλισε τα μάτια της φοβισμένη κι ο άνδρας, όσο το σώμα του έτρεχε μπροστά, τόσο ο νους του γύριζε πίσω, σαν το βρόντο που ακολουθεί το αεροπλάνο, μια κι ο ήχος του φαίνεται πιο βραδύς απ’ την ταχύτητα του. Παρακολουθούσα καθισμένη στο σαλόνι πάνω στον αναπαυτικό καναπέ. Τούτη η βροχή του ‘φέρνε στο νου μια άλλη βροχή, αυτή η καταιγίδα μια άλλη, αυτή η γυναίκα μια άλλη γυναίκα, αυτή η σκηνή μια άλλη σκηνή, κι όλα γύριζαν πίσω με ταχύτητα κινηματογραφική, θαρρείς και τριάντα χρόνια δεν υπήρξαν ποτέ, ξεγράφτηκαν με μιας, κι έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του: Μυρίζω βρεγμένο άχυρο, ακούω, εδώ στην άλλη άκρη τον κόσμου, χιλιάδες πόδια ψηλά, το άρωμα της βροχής στο πυρωμένο αττικό χώμα όπως τρέχαμε πάνω στη μηχανή.
ο καναπές ήταν πιο έτοιμος
Το κουτί διέγραψε μια τροχιά μέσα στο ημίφως του δωματίου και αναπηδώντας στα πλακάκια, στο κατώφλι της πόρτας, έπεσε μέσα στις δυνατές φλόγες, τινάζοντας στάχτη και σπίθες. Οι καυτές γλώσσες υποδέχτηκαν με βουλιμία το αντικείμενο της θυσίας. Χίμηξα με ορμή προς την εστία. Είχα ξεχάσει τα πάντα: τον καναπέ, τις δραματικές αποκαλύψεις, το έπιπλο που κρατούσα. Όλη μου η ύπαρξη είχε συρρικνωθεί σε μια ανοιχτή παλάμη που ήταν έτοιμη να χωθεί και στο πιο καυτό καμίνι για να διασώσει το πολύτιμο μυστικό για τα σαλονια κλασικά.
Όμως ο καναπές ήταν πιο έτοιμος από μένα γι’ αυτή την εξέλιξη. Η φόρα μου ανακόπηκε καθώς ξεπετάχτηκαν μπροστά μου με κρότο πύρινες γλώσσες. Ο αδερφός μου -μπορώ πια να τον αποκαλώ έτσι- είχε πετάξει προς το μέρος μου το πρώτο τραπεζάκι ήταν αποσπασματικά χτυπήματα όταν η τύχη ή η απροσεξία επέτρεπε μια στιγμιαία απελευθέρωση των χεριών μας. Η αγωνία και η σωματική σύγκρουση είχαν κάνει τα σώματα μας να λούζονται στον ιδρώτα.
Διακοσμώντας το σπίτι στην Κηφισιά
Είχαν καταλήξει ότι δε θα τους βοηθούσες και αποφάσισαν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όπως καταλαβαίνεις, είχες πολλούς εχθρούς, αλλά εγώ δεν ήμουν ανάμεσα σ’ αυτούς. Για να είμαι ειλικρινής, τρόμαξα όταν διαπίστωσα την αποφασιστικότητα σου να χωθείς σ’ αυτόν το λαβύρινθο. Προσπάθησα, όπως ξέρεις, να σε μεταπείσω. Όμως στάθηκε αδύνατον. Αν ο ηλίθιος που έστειλα να διακοσμήσει το σπίτι στη Κηφισιά τα είχε καταφέρει να βρει εκείνο το χαρτάκι ή αν υπήρχε τρόπος να σε κάνω να μου το δώσεις, τότε όλα θα εξελίσσονταν ήσυχα και ομαλά. Αλλά, όπως και ο θείος σου, είσαι αγύριστο κεφάλι. Αυτή η κούκλα η αδελφή μου φάνηκε καλή λύση : sanfos . Μου την πρότεινε το φιλαράκι μου ο Ηρακλής. Εσύ τον γνώρισες ως άλλος, αλλά δεν έχει σημασία. Η γκόμενα του χρωστούσε μεγάλη χάρη. Θα έκανε οτιδήποτε της ζητούσε. Δεν είχε επιλογή. Δυστυχώς, έσφαλα. Δεν υπολόγισα τη γοητεία σου. Φυσικά, φταίω εγώ που εμπιστεύτηκα μια γυναίκα.
μια ιδέα για το πώς θα βρούμε τον χώρο με τους καναπεδες
«Εδώ που φτάσαμε, είμαι ικανός να το διαρρήξω!» είπε μισο-αστεία μισοσοβαρά ο μαραγκός.
«Πώς, βρε ; Θυμάσαι τι είναι σήμερα; Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Θα γίνεται πανζουρλισμός στην πλατεία με τις ξαπλωστρες. Έχουν ετοιμάσει βεγγαλικά, μουσικές εκδηλώσεις, χαμός θα γίνει. Όμως έχω μια ιδέα για το πώς θα βρούμε τον χώρο με τους καναπεδες. Ίσως να τα καταφέρουμε με λίγα χρήματα».
«Πώς δηλαδή;»
«Η φίλη μου είναι πολύ καταφερτζού. Γνωρίζει όλο το προσωπικό των γειτονικών κτιρίων, από τους προϊσταμένους μέχρι τις καθαρίστριες. Όπως διαπίστωσες και μόνος σου, είναι ιδιαίτερα κοινωνική. Ίσως να την πείσω να εξοικονομήσει το κλειδί της εισόδου για ένα βράδυ. Είτε με λάδωμα είτε στα κρυφά. Πάντως είμαι σίγουρη ότι θα το προσπαθήσει».
«Ας μη χάνουμε χρόνο τότε. Μπορείς να τη συναντήσεις; Ωραία. Πάρε αυτά τα χρήματα. Ίσως ν’ ανοίξουν τις πόρτες στα επιπλα κορινθος κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κι όσο για τις καρεκλες, μην ανησυχείς. Αυτό δεν είναι μειονέκτημα, μάλλον θετικό είναι. Κανείς δε θα κοιτάξει μέσα στο χαμό ποιος πηγαινοέρχεται στο σπίτι.
μια πηγή φωτός κοντά στους καναπεδες
Ακόμα και με σφαλισμένα παράθυρα, ένιωθε το τυραννικό φως να τον τρυπάει, καθώς είχε συνηθίσει στο σκοτάδι. Πήρε αρκετά δευτερόλεπτα να στενέψουν, περιορίζοντας τη φωτεινή εισβολή. Άνοιξε το ένα μάτι με προσοχή. Το φως προερχόταν από μια σταθερή πηγή: έναν προβολέα ή έναν ισχυρό φακό, που στόχευε πολύ κοντά στους καναπεδες του. Η φωτεινή ριπή τον εμπόδιζε να παρατηρήσει ποιος τον κρατούσε. Όποιος κι αν ήταν, τον κοιτούσε ακίνητος και κρυμμένος στο σκοτάδι. Ωστόσο η διάχυση του φωτός του επέτρεψε να εκτιμήσει το χώρο όπου βρισκόταν. Ήταν ένα στενό δωμάτιο, όχι μεγαλύτερο από τρία μέτρα πλάτος και πέντε μήκος. Ένα χαμηλό τραπέζι και δυο ξύλινες καρέκλες με περίεργο σχήμα τον χώριζαν από τον άνθρωπο που έστεκε απέναντι του. Παρά την ξαπλωτή στάση του, μπόρεσε να διακρίνει πάνω στο τραπέζι στοίβες βιβλία, πολλά εκ των οποίων ήταν ανοιχτά. Άλλα επιπλα δεν υπήρχαν.
Όση ώρα προσπαθούσε να συνηθίσει το δυνατό φως, πρόλαβε να παρατηρήσει σωρούς κεριά στις ορατές γωνιές του δωματίου, καθώς και τις χαρακτηριστικές, τις επτάφωτες λυχνίες.
γνωριμία από κοντά με τα επιπλα κορινθος
Ο καλλιτέχνης ονειρευόταν πλούτη, δόξες και στρωματα, αλλά ο βοηθός γνώριζε πολύ καλά τους κινδύνους που εγκυμονούσε μια μετακίνηση σε τόσο μακρινά μέρη όπως η πεδιάδα και το βουνό της τύχης. Το σχέδιο που έπρεπε να ακολουθήσει του υπέβαλλε να παίξει έναν πολλαπλό ρόλο και ήλπιζε να το πετύχει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Έπρεπε να ρίχνει στάχτη στα μάτια του βοηθού του. Στάχτη και στα μάτια του αφεντικού του, που θα τους φιλοξενούσε στην κατοικία του. Στάχτη, τέλος, και στα μάτια της αγαπημένης του οπτασίας.
Η έλευση του ευπατρίδη στο εργοστάσιο είχε εκληφθεί ως ευτυχής συγκυρία. Ο αρχηγός ήταν ευκολόπιστος από τη φύση του. Όταν η γυναίκα τον έστειλε μαζί με τους βοηθούς της να γνωρίσει από κοντά τα επιπλα κορινθος, αυτός ζήτησε πρώτα απ’ όλα να επισκεφθεί το σπίτι του, για τον οποίο είχε ακούσει πολλά και ενδιαφέροντα. Σ’ εκείνη την επίσκεψη όλοι είχαν κάτι να κερδίσουν ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν νομίζοντας ότι οι άλλοι δεν το ξέρουν.
ένας διανοητής που ξέρει πολλά για τα επιπλα αλλά μιλάει λίγο
Ήταν μια θέση δίπλα στον τοίχο. Οι δύο άρχισαν να συζητάνε χαμηλόφωνα. Εξηγούσε στον επισκέπτη για το ποιος ήταν ποιος. Οι καναπεδες άρχισαν να γεμίζουν. Στο κέντρο ήταν τοποθετημένο ένα τραπέζι και μια καρέκλα, προφανώς για τον επικεφαλής, που συνέχιζε να υποδέχεται τους καλεσμένους, τα επιπλα ήταν γενικά λιτά. Όταν σήμανε δώδεκα, ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Πήρε τη θέση του στο μοναχικό έδρανο. Οι παριστάμενοι σηκώθηκαν. Κοίταξε τον άντρα με τα ψαρά μαλλιά. Ήταν πράγματι σεβάσμιος. Το γαλήνιο βλέμμα, τα ευγενικά χαρακτηριστικά του προσώπου του, το απλό ντύσιμο και η ήρεμη αλλά αποφασιστική ομιλία του έδειχναν ένα διανοητή που ήξερε πολλά για τα επιπλα αλλά μιλούσε λίγο. Όταν όμως μιλούσε, έπρεπε να είναι κανείς έτοιμος να αποστάξει τα σπάνια εκχυλίσματα και να συλλέξει το πολύτιμο νέκταρ των λόγων του.
Μετά το τυπικό τελετουργικό που άνοιξε τη συνεδρίαση, χωρίς να χρονοτριβήσει, άρχισε να εκθέτει τα προς συζήτηση θέματα. Η αρχή έγινε με την παρουσίαση των νέων αξεσουαρ. Μαγνήτισε το κοινό του με ένα λογύδριο για την ανάγκη επέκτασης του χώρου με τα νέα επιπλα καθώς και της προάσπισης των αρχών του.